- σαπουλανᾶς
- σαπουλανᾶς, ᾶ, ὁ, perh.A wool-cleaner (cf. σάπων, Lat.lana), MAMA 3.224 ([place name] Corycus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαπουλανάς — ᾱ, ὁ, ΜΑ πιθ. αυτός που καθαρίζει έρια με σαπούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ. με α συνθετικό τη λ. σάπων, ωνος (με κώφωση τού ω σε ου) και β συνθετικό πιθ. το λατ. lana «μαλλί, έριο»] … Dictionary of Greek